evacuee

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  • άνθρωπος που απομακρύνθηκε από ασταθές λόγω σεισμού κτίριο ή από περιοχή που πλήγηκε από πυρηνικό ατύχημα, πλημμύρα, πόλεμο ή άλλη καταστροφή, εκτοπισμένος-πρόσφυγας λόγω εκκένωσης (συνήθως αναγκαστικής)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Word Reference - evacuee[1]