Μετάβαση στο περιεχόμενο

evacuee

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  • άνθρωπος που απομακρύνθηκε από ασταθές λόγω σεισμού κτίριο ή από περιοχή που πλήγηκε από πυρηνικό ατύχημα, πλημμύρα, πόλεμο ή άλλη καταστροφή, εκτοπισμένος-πρόσφυγας λόγω εκκένωσης (συνήθως αναγκαστικής)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Word Reference - evacuee