Μετάβαση στο περιεχόμενο

evado

Από Βικιλεξικό

Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
evado < e + vado

evado (la)

  1. βγαίνω, εξέρχομαι, φεύγω
  2. διαβαίνω, διέρχομαι
  3. διαφεύγω, ξεφεύγω
  4. ανεβαίνω