even

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός even
συγκριτικός more even
υπερθετικός most even

even (en)

  1. επίπεδος, ομαλός
    an even surface - επίπεδη/ομαλή επιφάνεια
     συνώνυμα:  flat, level και plane
  2. ζυγός
    even numbers - ζυγοί αριθμοί
     αντώνυμα: odd
  3. (καθομιλουμένη) πάτσι
    We are even.
    Είμαστε πάτσι.
     συνώνυμα: quits (ΗΒ), square

Επίρρημα[επεξεργασία]

even (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ούτε, ακόμα και (να), κι αυτός, και που, χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι απροσδόκητο ή εκπληκτικό
    We do not even have the necessary goods.
    Δεν έχουμε ούτε τα απαραίτητα αγαθά.
    Even in July it is cold there.
    Ακόμα και τον Ιούλιο κάνει κρύο εκεί.
    Even going out is dangerous.
    Ακόμα και να βγεις έξω είναι επικίνδυνο.
    Even her own father hated her.
    Κι αυτός ο πατέρας της τη μίσησε.
    Even when they invited him, he still didn’t go.
    Και που τον προσκάλεσαν, πάλι δεν πήγε.
  2. ακόμα, έστω και, χρησιμοποιείται όταν συγκρίνει πράγματα, για να κάνει τη σύγκριση πιο δυνατή
    No, no, even lower.
    Όχι, όχι, ακόμα πιο χαμηλά.
    even for a little bit - έστω και για λίγο
    even for a moment - έστω και για μια στιγμή
    Let’s see even one (person) help.
    Έστω και ένας ας βοηθούσε.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]