even
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | even |
συγκριτικός | more even |
υπερθετικός | most even |
even (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
even (en) (χωρίς παραθετικά)
- ούτε, ακόμα και (να), κι αυτός, χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι απροσδόκητο ή εκπληκτικό
- ↪ We do not even have the necessary goods.
- Δεν έχουμε ούτε τα απαραίτητα αγαθά.
- ↪ Even in July it is cold there.
- Ακόμα και τον Ιούλιο κάνει κρύο εκεί.
- ↪ Even going out is dangerous.
- Ακόμα και να βγεις έξω είναι επικίνδυνο.
- ↪ Even her own father hated her.
- Κι αυτός ο πατέρας της τη μίσησε.
- ↪ We do not even have the necessary goods.
- έστω και, χρησιμοποιείται για να τονίσει μια μικρή ή ελάχιστη ποσότητα
- ↪ even for a little bit - έστω και για λίγο
- ↪ even for a moment - έστω και για μια στιγμή
- ↪ Let’s see even one (person) help.
- Έστω και ένας ας βοηθούσε.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- even (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- even (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- even (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- even - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 144-145, 356, 398, 623, 674. ISBN 9780194325684., λήμμα: αυτός, ζυγός, και, ομαλός, πάτσι