eventually

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eventually < eventual + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

eventually (en) (χωρίς παραθετικά)

  • τελικά, επιτέλους, στο τέλος μιας χρονικής περιόδου ή μιας σειράς γεγονότων
    The plaintiff eventually withdrew the charge.
    Ο ενάγων τελικά απέσυρε τη μήνυση.
    After so many days in the jungle, we eventually reached an inhabited area.
    Μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή.
     συνώνυμα:  finally