eventually
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
eventually
<
eventual
+
-ly
Επίρρημα
[
επεξεργασία
]
eventually
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
τελικά
,
επιτέλους
, στο τέλος μιας χρονικής περιόδου ή μιας σειράς γεγονότων
↪
The plaintiff
eventually
withdrew the charge.
Ο ενάγων
τελικά
απέσυρε τη μήνυση.
↪
After so many days in the jungle, we
eventually
reached an inhabited area.
Μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε
επιτέλους
σε κατοικημένη περιοχή.
≈
συνώνυμα
:
finally
Πηγές
[
επεξεργασία
]
eventually
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Λέξεις με επίθημα -ly (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Επιρρήματα (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Επιρρήματα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
বাংলা
Català
Deutsch
English
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Français
Galego
Magyar
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Lombard
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Русский
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Українська
اردو
Tiếng Việt
中文