Μετάβαση στο περιεχόμενο

everywhere

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

everywhere (en) (χωρίς παραθετικά)

  • παντού
      He searched everywhere.
    Έψαξε παντού.
      I ache everywhere.
    Πονάω παντού.
      The news spread everywhere.
    Τα νέα απλώθηκαν παντού.
      The ran from everywhere to help.
    Έτρεξαν από παντού να βοηθήσουν.
      from everywhere and in all directions - από παντού και προς όλες τις κατευθύνσεις