evidenteco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | evidenteco | evidentecoj |
αιτιατική | evidentecon | evidentecojn |
evidenteco (eo)
- το προφανές μιας κατάστασης