evil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
evil (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
evil (en)
- το κακό
- the necessary evil: το αναγκαίο κακό