evitado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | evitado | evitadoj |
αιτιατική | evitadon | evitadojn |
evitado (eo)
- η αποφυγή, η διαρκής αποφυγή