exagérateur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- exagérateur < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ.ɡza.ʒe.ʁa.tœʁ/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exagérateur | exagérateurs |
θηλυκό | exagératrice | exagératrices |
exagérateur (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exagérateur | exagérateurs |
θηλυκό | exagératrice | exagératrices |
exagérateur (fr)