exalt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: exult
ενεστώτας exalt
γ΄ ενικό ενεστώτα exalts
αόριστος exalted
παθητική μετοχή exalted
ενεργητική μετοχή exalting

exalt (en)

  1. εξυμνώ, εξαίρω, επαινώ
  2. ανεβάζω κάποιον σε υψηλότερη κοινωνική, πολιτική ή άλλη θέση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]