exalt
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | exalt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exalts |
αόριστος | exalted |
παθητική μετοχή | exalted |
ενεργητική μετοχή | exalting |
Ρήμα
[επεξεργασία]exalt (en)
![]() |
ενεστώτας | exalt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exalts |
αόριστος | exalted |
παθητική μετοχή | exalted |
ενεργητική μετοχή | exalting |
exalt (en)