Μετάβαση στο περιεχόμενο

exaltation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exaltation (en)

  1. η έξαρση



      ενικός         πληθυντικός  
exaltation exaltations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exaltation (fr) θηλυκό