Μετάβαση στο περιεχόμενο

exam

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
exam exams

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
exam: συντομευμένη μορφή του examination

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exam (en)