examine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας examine
γ΄ ενικό ενεστώτα examines
αόριστος examined
παθητική μετοχή examined
ενεργητική μετοχή examining

Ρήμα[επεξεργασία]

examine (en)

  • εξετάζω, κοιτάζω, ελέγχω
    The lawyer examined the witness.
    Ο δικηγόρος εξέτασε τον μάρτυρα.
    We must examine this issue immediately.
    Πρέπει να κοιτάξουμε αυτό το θέμα αμέσως.
    The captain examines the ship.
    Ο καπετάνιος ελέγχει το πλοίο.
     συνώνυμα:  check, look at και look into

Πηγές[επεξεργασία]