examinee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
examinee | examinees |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪɡzamɪˈniː/ & /ɛɡzamɪˈniː/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
examinee (en)
- ο εξεταζόμενος, η εξεταζόμενη, το εξεταζόμενο
- σε διαγώνισμα ή ιατρικό τεστ