excavator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]excavator (en)
- o εκσκαφέας (όχημα)
- ο ανασκαφέας
- Marinatos was the original excavator of Santorini
excavator (en)