excentricité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
excentricité excentricités

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

excentricité (fr) θηλυκό

  1. η απόσταση του κέντρου ενός αντικειμένου από τη συνηθισμένη θέση του
  2. η εκκεντρικότητα

Συγγενικά[επεξεργασία]