except

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

except (en)

  1. εξαιρώ
  2. εναντιώνομαι
     συνώνυμα: take exception

Πρόθεση[επεξεργασία]

except (en)

  • εκτός (από)
    It is good work except a few spelling mistakes.
    Είναι καλή δουλειά εκτός από μερικά ορθογραφικά λάθη.
     συνώνυμα: except for, → και δείτε τη λέξη besides

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

except (en)

  1. εκτός από το ότι
  2. παρά μόνο

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 275. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εκτός