exceptionally
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | exceptionally |
| συγκριτικός | more exceptionally |
| υπερθετικός | most exceptionally |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- exceptionally < exceptional + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]exceptionally (en)
- εξαιρετικά, χρησιμοποιείται πριν από ένα επίθετο ή επίρρημα για να τονίσει πόσο ισχυρό ή ασυνήθιστο είναι το χαρακτηριστικό
- κατ’ εξαίρεση, μόνο σε ασυνήθιστες περιστάσεις
Πηγές
[επεξεργασία]- exceptionally - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 299. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξαίρεση