Μετάβαση στο περιεχόμενο

exceptionally

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός exceptionally
συγκριτικός more exceptionally
υπερθετικός most exceptionally

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
exceptionally < exceptional + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

exceptionally (en)

  1. εξαιρετικά, χρησιμοποιείται πριν από ένα επίθετο ή επίρρημα για να τονίσει πόσο ισχυρό ή ασυνήθιστο είναι το χαρακτηριστικό
      an exceptionally beautiful woman - γυναίκα εξαιρετικά ωραία
      an exceptionally complex situation - κατάσταση εξαιρετικά περίπλοκη
      an exceptionally competitive environment - εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη extremely
  2. κατ’ εξαίρεση, μόνο σε ασυνήθιστες περιστάσεις
      Exceptionally (=As an exception), I too will drink a little wine.
    Κατ’ εξαίρεση θα πιω και ‘γώ λίγο κρασί.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unusually