excimer
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- excimer < exci- (< excite (en) < λατινικά: excitare (la)) + -mer (< μέρος (el))
excimer (en)
- (χημεία, φυσική) οποιοδήποτε διατομικό μόριο, με τουλάχιστον ένα από τα άτομά του σε κατάσταση διέγερσης, (διεγερμένη κατάσταση)