excipient

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

excipient < λατινική excipiens < excipere (δέχομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
excipient excipients

excipient (fr) αρσενικό