excitant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | excitant | excitants |
θηλυκό | excitante | excitantes |
excitant (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
excitant | excitants |
excitant (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη exciter