excitation
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
excitation | excitations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]excitation (fr) θηλυκό
- ο ερεθισμός
- η διέγερση
- (μεταφορικά) ο ενθουσιασμός
ενικός | πληθυντικός |
excitation | excitations |
excitation (fr) θηλυκό