Μετάβαση στο περιεχόμενο

excitation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
excitation excitations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

excitation (fr) θηλυκό

  1. ο ερεθισμός
  2. η διέγερση
  3. (μεταφορικά) ο ενθουσιασμός