excito

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

excito < ex + cito

Ρήμα[επεξεργασία]

excito (la) ( excitō1, exicitāvī, excitātum, excitāre)

  1. ξεσηκώνω
  2. αποκαθιστώ
  3. χτίζω

Κλίση[επεξεργασία]