Μετάβαση στο περιεχόμενο

exclusively

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός exclusively
συγκριτικός more exclusively
υπερθετικός most exclusively

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
exclusively < exclusive + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

exclusively (en)