exclusivité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
exclusivité | exclusivités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]exclusivité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
exclusivité | exclusivités |
exclusivité (fr) θηλυκό