excusable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- excusable < excuser
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
excusable | excusables |
excusable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να συγχωρηθεί
- που πρέπει να συγχωρηθεί