excusable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

excusable < excuser

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
excusable excusables

excusable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να συγχωρηθεί
  2. που πρέπει να συγχωρηθεί