Μετάβαση στο περιεχόμενο

execute

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας execute
γ΄ ενικό ενεστώτα executes
αόριστος executed
παθητική μετοχή executed
ενεργητική μετοχή executing

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛksɪˌkjuːt/
 

execute (en)

  1. εκτελώ, θανατώνω κάποιον, ειδικά ως νομική τιμωρία
      They executed him in the electric chair.
    Τον εκτέλεσαν στην ηλεκτρική καρέκλα.
  2. (επίσημο) εκτελώ, πραγματοποιώ ένα καθήκον, ένα σχέδιο κτλ.
      She executed her duties faithfully.
    Εκτέλεσε τα καθήκοντά της πιστά.
      They will soon execute the plan.
    Σύντομα θα εκτελέσουν το σχέδιο.
  3. (επίσημο) πραγματοποιώ, εκτελώ με επιτυχία μια ενέργεια ή κίνηση που απαιτεί δεξιότητα
      The athlete, executing an amazing jump, achieved a new record.
    Ο αθλητής πραγματοποιώντας ένα εκπληκτικό άλμα πέτυχε νέο ρεκόρ.
  4. (επίσημο) εκτελώ, αποδίδω ένα μουσικό έργο
      The performance was excellently executed and everyone enjoyed it.
    Η παράσταση ήταν έξοχα εκτελεσμένη και όλοι το απόλαυσαν.
  5. (νομικός όρος) εκτελώ, ακολουθώ τις οδηγίες σε ένα νομικό έγγραφο
      We are executing the contract.
    Εκτελούμε τη σύμβαση.
  6. (πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
     συνώνυμα: start, launch, run, open, (ανεπίσημο) fire up
    δείτε επίσης: Execution (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]