exemplo
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
exemplo | exemplos |
exemplo (pt) αρσενικό
- το παράδειγμα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- por exemplo - για παράδειγμα, παραδείγματος χάριν
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
exemplo | exemplos |
exemplo (pt) αρσενικό