exercise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exercise | exercises |
exercise (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | exercise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exercises |
αόριστος | exercised |
παθητική μετοχή | exercised |
ενεργητική μετοχή | exercising |
exercise (en)