exfolié
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exfolié | exfoliés |
θηλυκό | exfoliée | exfoliées |
Επίθετο[επεξεργασία]
exfolié (fr)
- (για δέντρο) ξεφλουδισμένος, που έχει χάσει τον φλοιό του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη exfolier