exfoliant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exfoliant | exfoliants |
θηλυκό | exfoliante | exfoliantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
exfoliant (fr)
- που προκαλεί την πτώση των νεκρών κυττάρων της επιδερμίδας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη exfolier