exfoliation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
exfoliation exfoliations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exfoliation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη exfolier