exhausting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός exhausting
συγκριτικός more exhausting
υπερθετικός most exhausting

exhausting (en)

  • εξαντλητικός
    an exhausting walk/job - εξαντλητική πορεία/δουλειά
    It’s exhausting teaching 10 hours a day.
    Είναι εξαντλητικό να διδάσκεις 10 ώρες την ημέρα.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

exhausting (en)

Πηγές[επεξεργασία]