exigible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- exigible < exiger
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exigible | exigibles |
exigible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί κανείς να απαιτήσει