exil
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- exil < λατινικά ex(s)ilium.
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| exil | exils |
exil (fr) αρσενικό
- η εξορία
| ενικός | πληθυντικός |
| exil | exils |
exil (fr) αρσενικό