Μετάβαση στο περιεχόμενο

exil

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
exil < λατινικά ex(s)ilium.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛɡ.zil/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exil exils

exil (fr) αρσενικό