eximo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

eximo < ex + emo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *em

Ρήμα[επεξεργασία]

eximo

  1. εξαιρώ
  2. αφαιρώ
  3. απαλλάσσω
  4. ελευθερώνω
  5. καταναλώνω

Κλίση[επεξεργασία]