Μετάβαση στο περιεχόμενο

exist

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας exist
γ΄ ενικό ενεστώτα exists
αόριστος existed
παθητική μετοχή existed
ενεργητική μετοχή existing

exist (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]