existência

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

existência (pt) < από το λατινικό ex-sistere

ενικός πληθυντικός
existência existências

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

existência (pt)

  1. η ύπαρξη
  2. ο τρόπος ζωής, η ζωή που έκανε ή κάνει κάποιος
    Teve uma existência faustosa (: την έκανε τη ζωή του, είχε πλούσια σε εμπειρίες ζωή)
  3. το σύνολο των προϊόντων στην αποθήκη ενός καταστήματος