existent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]existent (en) (επίσημο, χωρίς παραθετικά)
- υπάρχων
- ⮡ The existent conditions do not allow me to.
- Οι υπάρχουσες συνθήκες δε μου το επιτρέπουν.
- ≠ αντώνυμα: non-existent
- ⮡ The existent conditions do not allow me to.