existentielle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
existentielle (fr) θηλυκό (αρσενικό: existentiel)
existentielle (fr) θηλυκό (αρσενικό: existentiel)