exit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

exit (en)

  • η έξοδος (το σημείο από όπου κάποιος εξέρχεται)