exotic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | exotic |
συγκριτικός | more exotic |
υπερθετικός | most exotic |
Επίθετο[επεξεργασία]
exotic (en)
- εξωτικός
- ↪ Exotic fruit is expensive.
- Τα εξωτικά φρούτα είναι ακριβά.
- ↪ Exotic fruit is expensive.