exotic
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | exotic |
συγκριτικός | more exotic |
υπερθετικός | most exotic |
Επίθετο
[επεξεργασία]exotic (en)
- εξωτικός
- ⮡ Exotic fruit is expensive.
- Τα εξωτικά φρούτα είναι ακριβά.
- ⮡ Exotic fruit is expensive.