Μετάβαση στο περιεχόμενο

exotique

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛɡ.zɔ.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exotique exotiques

exotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό