exotisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.ɡzɔ.tism/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exotisme | exotismes |
exotisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
exotisme | exotismes |
exotisme (fr) αρσενικό