expédition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
expédition | expéditions |
expédition (fr) θηλυκό
- η αποστολή (ενός πράγματος ταχυδρομικώς, αεροπορικώς κλπ)
- η αποστολή (με σκοπό ιατρικό, εμπορικό, αθλητικό κλπ)
- η εκστρατεία