expansible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
expansible expansibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

expansible (fr) αρσενικό ή θηλυκό