expansion
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
expansion | expansions |
expansion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η επέκταση
- ⮡ The business is incurring debts to finance its expansion.
- Η επιχείρηση συνάπτει χρέη για να χρηματοδοτήσει την επέκτασή της.
- ⮡ The business is incurring debts to finance its expansion.
- η διαστολή (π.χ. των μετάλλων)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (πληροφορική) expansion slot
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]expansion (fr) θηλυκό
- η επέκταση