Μετάβαση στο περιεχόμενο

expansion

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
expansion expansions

expansion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η επέκταση
      The business is incurring debts to finance its expansion.
    Η επιχείρηση συνάπτει χρέη για να χρηματοδοτήσει την επέκτασή της.
  2. η διαστολή (π.χ. των μετάλλων)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

expansion (fr) θηλυκό