Μετάβαση στο περιεχόμενο

expedite

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας expedite
γ΄ ενικό ενεστώτα expedites
αόριστος expedited
παθητική μετοχή expedited
ενεργητική μετοχή expediting

expedite (en)

  1. επιταχύνω, επισπεύδω
      The war expedited all these changes.
    Ο πόλεμος επιτάχυνε όλες αυτές τος αλλαγές.
      We are trying to expedite things a little.
    Προσπαθούμε να επισπεύσουμε λίγο τα πράγματα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη accelerate