experienced
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
experienced (en)
- έμπειρος, πεπειραμένος
- που κάποιος αισθάνεται, νιώθει, «δοκιμάζει»