experiencer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

experiencer (en)

  1. πρόσωπο που βιώνει εμπειρία
  2. (γλωσσολογία) …